- χωροσταθμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωροστάθμηση («χωροσταθμικά όργανα» β. «χωροσταθμική επιφάνεια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.